άναξ

άναξ
(-ακτος) ο государь; царь, король; повелитель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άναξ" в других словарях:

  • ἅναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄναξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄναξ — lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • 'ναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὦναξ — Ἄναξ , Ἄναξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦναξ — ἄναξ , ἄναξ lord masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anax [1] — Ἄναξ, ακτος, ein gemeiner Beynamen des Apollo, welcher von ἆκος, Hülfe oder Cur herkommen soll, weil er dem Bösen, als ein Gott der Arzeney abhelfen soll. Gyrald. Synt. VII. p. 237 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ἀνακτόρων — ἄναξ lord masc gen pl ἀνάκτορον king s dwelling neut gen pl ἀνάκτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάκτεσιν — Ἄναξ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»